- άαλ
- Αρωματικό φυτό της Ινδίας και άλλων τροπικών χωρών. Η ουσία του χρησιμοποιείται στη μαγειρική και την οινοποιία. Το ά. ανήκει στην οικογένεια των τερεβινθοειδών. Στις τροπικές χώρες υπάρχει κι ένα άλλο φυτό με το ίδιο όνομα. Ανήκει στην οικογένεια των μορινδών, στην οποία ανήκουν και οι κοινές μουριές και οι συκιές.
Dictionary of Greek. 2013.